- ανυπόδικος
- ἀνυπόδικος, -ον (Α)αυτός που δεν είναι υπόδικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνυπόδικον — ἀνυπόδικος not liable to action masc/fem acc sg ἀνυπόδικος not liable to action neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek